Русско-новогреческий словарь - входить
Перевод с русского языка входить на греческий
несов
1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
~ в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· ~ в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
~ в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
~ в роль μπαίνω στό ρόλο· ~ в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· ~ в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
~ с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ ~ в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· ~ в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· ~ в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ ~ в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· ~ в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· ~ в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· ~ в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· ~ в привычку γίνεται συνήθεια· ~ в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· ~ в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· ~ во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· ~ в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.